- βυρσοδεψῶν
- βυρσοδέψηςtannermasc gen plβυρσοδεψέωdresspres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CONFECTORES — οἱ παράβολοι, qui ad bestias pugnabant et illis conficiendis operam suam locabant. Sueton. in Aug. c. 45. Confectores ferarum. Quos proin hinc παραβόλους, i. e. desperatos, appellabant: voce ad Christianos postea extensâ quod sibi non parcerent,… … Hofmann J. Lexicon universale
μάδος — μάδος, ὁ (Α) 1. λευκή άμπελος («μάδος ἀπὸ βυρσοδεψῶν καταντλούμενος», Διοσκ.) 2. η μαδωνάις,* το φυτό νυμφαία 3. (κατά τον Ησύχ. ως ουδ.) τὸ μάδος εργαλείο για το μάδημα τών τριχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < μαδῶ] … Dictionary of Greek
χολέρα — Βαριά, λοιμώδης, επιδημική γαστρεντερίτιδα που οφείλεται στο δονάκιο της χ. ή στο είδος δονάκιο El Tor. Εκδηλώνεται με εμέτους, επώδυνες συσπάσεις των μυών και πολλές χαρακτηριστικές υδαρείς, ορυζοειδείς κενώσεις, που οδηγούν σε έντονη αφυδάτωση … Dictionary of Greek